Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

ξεχνάω εύκολα 
η οδός μου πια είν' η λεύκωνος
τις νύχτες κάνω λάντζα στου κιοτή τις τρώγλες των ανθρώπων
τα ταχυφαγεία των σκέψεων 
των αισθήσεων τις ωρολόγιες βόμβες 
των παραπληγικών συναισθημάτων τις ρωγμές
ύστερα στους δρόμους φωνάζοντας
για το ξεπούλημα των ουρανών 
του καταπετάσματος 
και της βροχής ακόμα
του πόνου των μεγάλων στεναγμών των ιαχών του φωτός
πώς ακουμπάει το χέρι μου στο χέρι σου 
πώς μπαίνεις μέσα μου ζεστά

θα μας τα πάρουν όλα κάποτε; ρωτά ένας ξένος
κι ο γιώργης φτιάχνει το κραγιόν του 
σήμερα φόρεσα ένα ζεστό κόκκινο αίμα λέει ο Σαχτούρης από το ραδιόφωνο
στο καφενείο απέναντι μέσα χιονίζει 
στα τρία πλαϊνά τραπέζια του κανείς δεν αγαπιέται 
μόν' μπλέκουνε τα μπούτια τους οι ταιριαστοί κι οι αταίριαστοι χύνουν εξ αποστάσεως 
καβλώνουν με τον πόνο του αλλουνού κι οι βολεμένοι περιφέρουνε τις σάρκες τους ρεφάροντας
κανείς ούτε ένας από μας δεν ξέρει για το μακελειό
μα η μουσική που ακούγεται από μακριά το ξέρει 
κάτι έχει γίνει από παλιά 
δεν το θυμάμαι μα το αισθάνομαι 
και σου μιλάω
μ' αρνίεσαι τρεις φορές κι έξι δεν με καταλαβαίνεις 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου