Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

Enrique Vila-Matas, Κατάλογος Απόντων

Εδώ και πολλά χρόνια ετοιμάζω ένα βιβλίο με τίτλο Γενική ιστόρία του κενού. Η αγωνία όμως της πρώτης φράσης με παραλύει και με αποσυντονίζει. Επειδή δεν αγνοώ ότι τίποτα δεν είναι πιο χαλαρωτικό από το να κρύβεσαι πίσω από μια μάσκα, σκοπεύω να χρησιμοποιήσω ένα ψευδώνυμο, για να τολμήσω, επιτέλους, να γράψω την πρώτη φράση αυτής της Ιστορίας.
Ξέρω ακόμα ότι, αν κάποια μέρα αποφασίσω επιτέλους να ξεκινήσω αυτό το βιβλίο, στην αρχή θα βάλω την ιστορία που μου διηγήθηκε ο Ραουλ Εσκαρί στην οδό Μαϊπού, απέναντι από το σπίτι του Μπόρχες στο Μπουένος Άιρες. Ο φίλος μου μού είπε ότι, μια μέρα που φάγανε μαζί με τον Κόπι στο σπίτι του, του είπε ότι τα λουλούδια που 'ναι κομμένα στο βάζο κρατάνε πιο πολύ αν ρίξεις στο νερό μια ασπιρίνη. Ύστερα ο Ραούλ βγήκε ν' αγοράσει μια μποτίλια βότκα και, μόλις γύρισε βρήκε τον Κόπι ακίνητο, να κάθεται μπροστά σ' ένα βάζο, τοποθετημένο στο κέντρο του τραπεζιού με μία παπαρούνα μέσα, και να κοιτάζει πολύ προσεκτικά το λουλούδι. Ο Κόπι ήθελε να επαληθεύσει αν αυτό που του είχε πει ο Ρούλ ήταν αλήθεια και πίστευε ότι το πιθανό διεγερτικό αποτέλεσμα της ασπιρίνης θα ήταν ορατό διά γυμνού οφθαλμού.
Χρόνια αργότερα, ο Ραούλ μού θύμισε ότι ο Κόπι πάσχιζε να ανακαλύψει το αίνιγμα του σύμπαντος. Θανάσιμα χτυπημένος από το έιτζ, του δήλωσε σαν να καθόταν κι εκείνη τη μέρα μπροστά στην παπαρούνα: Όσο κι αν πλησιάζω [στον θάνατο], δεν έχω ανακαλύψει τίποτα.
Πάντοτε πίστευα ότι η ιστορία του Ραούλ Εσκάρι ήταν μια κατάλληλη εισαγωγή για τη βραχύτατη Γενική Ιστορία του κενού, που θέλω μεν να γράψω, αλλά δεν το παίρνω απόφαση, και που το πρώτο της κεφάλαιο, κατά την άποψή μου, θα έπρεπε να αναφέρεται στο προπατορικό αμάρτημα και στον απολεσθέντα Παράδεισο. Το δεύτερο όμως ποιό θα ήταν; Η Αν-Μαρί Αγκίρε, μια καλή μου φίλη από το Παρίσι, εντοπίζει την πρώτη εμφάνιση της ιδέας του κενού σ' έναν από τους προδρόμους του Πλωτίνου, έναν φιλόσοφο που, σήμερα το απόγευμα, δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά του -αυτό είναι το μόνο αλλά υποφερτό μειονέκτημα όταν γράφεις σ' ένα σπίτι με ολόγυμνους τοίχους, χωρίς ούτε ένα βιβλίο-, αλλά που θυμάμαι αόριστα τι είχε πει: Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η ιστορία του κόσμου είναι η ιστορία των μεγάλων επιτευγμάτων, ίσως και να 'ναι η ιστορία της πλήξης και της ανίας. Θυμάμαι ότι εκείνη την εποχή η φράση αυτή μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, διότι δεν είχα ακόμη συνδέσει την ιστορία με τα μεγάλα επιτεύγματα- το αντίθετο, οι δύο αυτές έννοιες μου φαίνονταν τελείως ασύμβατες.
Τώρα όμως γνωρίζω άριστα ότι η αναζήτηση του υπερβατικού και η αποφυγή της ανίας -πράγμα ολωσδιόλου αδύνατον- συνδέονται με την ιστορία της ανθρωπότητας και βρίσκουν το απόγειό τους στην Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πιμ, το πιο παράδοξο βιβλίο του Έντγκαρ Άλαν Πόε, που στο πασίγνωστο τέλος του, ακόμα πιο παράδοξο και αινιγματικό απ' ότι η ίδια η ιστορία, ο ήρωας βρίσκεται σ' ένα κανό στην άκρη του κόσμου. Ένα ρεύμα, στο οποίο δεν μπορεί να πάει κόντρα, σπρώχνει το βαρκάκι του προς τον νότο, κατά τον Πόλο, και, καθώς πλησιάζουν στις εσχατιές της γης όλο το τοπίο που τον περιβάλλει μεταμορφώνεται: βλέπουμε μια πελώρια στήλη ατμού στον ορίζοντα, το νερό παίρνει ένα γαλακτώδες χρώμα και ανεβαίνει η θερμοκρασία του, ενώ μια πολύ ψιλή άχρωμη σκόνη αρχίζει να πέφτει στο βαρκάκι και δεκάδες τεράστια άσπρα πουλιά κρώζουν: Τεκελί-λι, τεκελί-λι!
Τα πιο παράξενα όμως είναι τα λόγια με τα οποία κλείνει η αφήγηση:
Και ξαφνικά ορθώθηκε στον δρόμο μας μια ανθρώπινη φιγούρα, καλυμμένη με ένα ύφασμα, που το μέγεθός της ήταν πολύ μεγαλύτερο από το μέγεθος που θα μπορούσε να έχει οποιοσδήποτε κάτοικος αυτού του πλανήτη. Και το δέρμα αυτού του άντρα είχε την άσπιλη λευκότητα της χιόνος.
Με αυτά τα λόγια τελειώνει, απότομα, η αφήγηση του Πόε, που πάντοτε θεωρούνταν ημιτελής. Κι αυτό το άσπρο χρώμα που συναντάμε στο τέλος της ιστορίας το έχω συνδέσει στενά με το έξοχο εξώφυλλο ενός βιβλίου που εκδόθηκε το 1788, της Γενικής ιστορίας της πλήξης του Πιερ Γκουλντ (ονομαστού προγόνου του άλλου Πιερ Γκουλντ, που εμφανίζεται πάντοτε στις ιστορίες του Μπερνάρ Κιρινί, πολύ αγαπημένου μου συγγραφέα). Σ' εκείνο το έξοχο εξώφυλλο εμφανιζόταν μια ανθρώπινη σιλουέτα να αναδύεται μέσα από έναν μεγαλοπρεπή όγκο πάγου. Το βιβλίο αυτό το είχα διαβάσει παιδί, μα η κεντρική ιδέα, και κυρίως το παγωμένο του εξώφυλλο, έμειναν ανεξίτηλα μέσα μου.
[...] Όλα αυτά τα γράφω σ' ένα μικρό διαμερισματάκι με τοίχους ολόγυμνους, χωρίς ούτε ένα βιβλίο. Συμπαθώ όλως ιδιαιτέρως τους άδειους τοίχους. Αν κάποια μέρα έπρεπε να διακοσμήσω έναν από τους τοίχους αυτού του σπιτιού, θα κρεμούσα έναν πίνακα που θα αναπαριστούσε τη σφίγγα των πάγων που νόμισε ότι είδε ο Γκόρντον Πιμ στην άκρη του κόσμου. Μα δεν θα κρεμάσω ποτέ τίποτα. Εκείνο που χρειάζομαι πάνω απ' όλα είναι να γράφω μ' έναν γυμνό τοίχο πίσω μου, το πιο κατάλληλο, κατά τη γνώμη μου, περιβάλλον για να φτιάξω αυτό τον Κατάλογο απόντων. Τα χρώματα θα φάνταζαν γελοία στο δικό μου διαμέρισμα. Μου αρέσουν οι λευκοί τοίχοι, μου αρέσει το κρύο. Για να πω την αλήθεια, το κρύο μού αρέσει τόσο πολύ, που σκέφτομαι ότι είναι ένα από τα λίγα πράγματα που λένε την αλήθεια για την πραγματική ουσία της ζωής. Σιχαίνομαι το καλοκαίρι, τις ιδρωμένες θείτσες που λιάζονται αραχτές στην άμμο στο τσίρκο της παραλίας, τις παέλιες, τα μαντίλια με τα οποία σκουπίζουμε τον ιδρώτα μας. Το κρύο μού φαίνεται πιο κομψό, μας κοροϊδεύει με πολύ πιο σοβαρό τρόπο. Τα υπόλοιπα είναι σιωπή, χυδαιότητα και βρομερά, γλοιώδη αντηλιακά. Οι νιφάδες που αιωρούνται στον αέρα με σαγηνεύουν. Μου αρέσουν οι χιονοθύελλες, το φασματικό φως της βροχής, η τυχοδιωκτική γεωμετρία των λευκών τοίχων αυτού εδώ του σπιτιού.
Μ' αρέσει να σκέφτομαι τον παλμό του νερού μέσα στον πάγο.
Βαριέμαι ασύστολα, τουλάχιστον όσο και η μάνα μου.
Παρηγοριέμαι στη σκέψη ότι δεν είναι ακόμη πολύ αργά για να κατακτήσω το μεγαλείο του χαρακτήρα μου.
Θα γούσταρα να φουμάρω ένα τσιγάρο από πάγο.
Άλλες φορές κάνω ότι είμαι ο Πιέρ Γκουλντ, ο ιστορικός της πλήξης, κι άλλες υποδύομαι τον απόγονό του, που φέρει το ίδιο όνομα, Πιερ Γκουλντ, και εμφανίζεται στα διηγήματα του Μπερνάρ Κιρινί.
Σε κάθε περίπτωση, θέλω να ξέρω ότι είμαι διαφορετικός. Η ικανότητα να χαίρεσαι ατροφεί όταν θες να 'σαι σαν τους άλλους. [...]

Βαρκελώνη, 28 Απριλίου 2007.


Ενρίκε Βίλα-Μάτας, "Κατάλογος Απόντων", Πρόλογος στις Σαρκοβόρες Ιστορίες του Μπερνάρ Κιρινί, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2010.

Σάββατο 11 Αυγούστου 2012

Μίλτος Σαχτούρης, Τα γράμματα


Θα πάψω πια να γράφω ποιήματα
έριξες το χρυσό σου δαχτυλίδι μες στη
θάλασσα
στην αμμουδιά με το νεκρό κρανίο
κι όλα τα βουλιαγμένα καράβια βγήκαν
στον αφρό
κι ο καπετάνιος ζωντανός
κι οι ναύκληροι να χαμογελάνε

είπα θα πάψω πια να γράφω ποιήματα

και στο παράθυρο του σπιτιού μου του προγονικού
ο πατέρας μου και η μητέρα μου
κουνάνε τα μαντήλια τους και χαιρετάνε

τα ποιήματά μου όμως δεν μπόρεσαν να
τα διαβάσουν
έχουν ξεχάσει να διαβάζουν
λένε το κάπα άλφα και το δέλτα έψιλον

και συ μου είπες ψέματα
στον τόπο αυτό του κόκκινου γελαστού
κρανίου με ξεγέλασες
γι’ αυτό κι εγώ σε γέλασα
και με πιστέψατε

κατάρα με τις εφτά σκιές

πάντα θα γράφω ποιήματα.

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

Σταύρος Βαβούρης, Η Δεύτερη Μεταμόρφωση













Το μονοπάτι που έλπιζες να μην το λησμονήσεις.
Την Αγάπη δεν την λένε θάνατο.
(Μάθε πιο καλά τη γλώσσα των ανθρώπων)
Αγάπη να την ονομάζεις
Αγάπη να τηνε ζητάς
τον θάνατο, τον λένε θάνατο.

Φόρεσε μόνο πράσινα ξανά
και σβήσε τα κεριά
και μην εκπλήττεσαι,
που αλλάζω φως και χρώματα
σαν φαντασμαγορικό βεγγαλικό,
και μη νομίζεις λιμασμένα τα όνειρά μου.

Μη λησμονάς το φλογισμένο μονοπάτι
και το φλεγόμενο ταπέτο του.
Ό,τι μας καίει δε μας πεθαίνει
όχι, πώς να σου το πω:
Tην Αγάπη δεν την λενε Θάνατο

την Αγάπη τηνε λεν Αγάπη
Έτσι θα το βρεις παντού.
Ο δρόμος της
δε βγάζει όπως νομίζαμε στην άβυσσο.

Αγάπη μου
Τελειώνοντας σ' το γράφω πάλι:
Το μονοπάτι που έλπιζες
                                        να μην το λησμονήσεις.