Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Παρεξηγούπολις (ή Πώς μιλάνε οι Γιαπού)


Το αίνιγμα της γλώσσας των Γιαπού το έλυσα την Τρίτη φορά που πήγα στην Αμαζονία, τη στιγμή που δεν το περίμενα πια και ετοιμαζόμουν να προστεθώ στον μακρύ κατάλογο όσων είχαν φάει, εδώ και δεκαετίες, τα μούτρα τους με αυτό. Οι Γιαπού έχουν γίνει κάτι σαν μύθος για τους εθνολόγους και τους γλωσσολόγους, κάτι σαν το θεώρημα του Φερμά για τους μαθηματικούς, προτού ένα παλικάρι, πιο προικισμένο από τους άλλους, καταφέρει να το λύσει. Και πάλι όμως, η σύγκριση είναι μάλλον άνιση, διότι, ενώ κανείς δεν αμφέβαλε ποτέ ότι ο Φερμά είχε πράγματι αποδείξει το θεώρημά του –πράγμα που σήμαινε ότι ένα εξίσου λαμπρό πνεύμα όσο αυτός θα ήταν σε θέση να το επαναλάβει–, πολλοί είναι εκείνοι που αμφισβήτησαν αν μπορεί να γίνει στ’ αλήθεια κατανοητή η γλώσσα των Γιαπού. Έτσι, ο Βίλχελμ Γκρόος, ο μεγάλος αυτός Ολλανδός γλωσσολόγος, σ’ ένα από τα βιβλία του έγραφε πως οι ιδιαιτερότητες της γλώσσας αυτής την καθιστούν ασύμβατη με τους κανόνες που ισχύουν σε όλες τις άλλες γλώσσες, με αποτέλεσμα οι Γιαπού να είναι μια φυλή που ξεχωρίζει, τουλάχιστον από την άποψη αυτή, απ’ όλη την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Και, απαισιόδοξος, πρόσθετε ότι αυτό καθιστούσε ανέφικτη για μας τους Δυτικούς, όπως άλλωστε και για όλους τους υπόλοιπους, την πιθανότητα να εισβάλουμε στον ερμητικό της κόσμο. Η αμερικανίδα εθνολόγος Μάργκαρετ Μάρκερ, η οποία επισκέφθηκε τη χώρα των Γιαπού έξι φορές από το 1965 ως το 1974, έβγαλε ένα ακόμα πιο ανατρεπτικό πόρισμα: κατά τη γνώμη της, κανένας απολύτως δεν μπορεί να κατανοήσει τη γλώσσα των Γιαπού, για τον απλούστατο λόγο ότι σε αυτήν δεν υπάρχει τίποτα το κατανοητό – κι αυτό, γιατί οι Γιαπού είναι στην κυριολεξία παράφρονες. «Αν αναλύσει κανείς εις βάθος τις φράσεις που εκστομίζουν οι Γιαπού», γράφει στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου της Μιλώντας με τους Ινδιάνους, «αντιλαμβάνεται ότι περιέχουν πάντοτε ένα ή περισσότερα παράλογα στοιχεία που τις στερούν από κάθε νόημα. Κατά συνέπεια, όποια και να είναι τα θεωρητικά προβλήματα που προκύπτουν από ένα τέτοιο συμπέρασμα, οφείλουμε να παραδεχτούμε το προφανές: ότι κατά το μεγαλύτερο διάστημα και σε κάθε περίσταση οι Γιαπού λένε ό,τι να ‘ναι. Αυτή η φυλή είναι τρελή τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο».
Φυσικά θα ήταν αμετροεπές εκ μέρους μου να ισχυριστώ ότι έλυσα το αίνιγμα της γλώσσας των Γιαπού. Ποιος είμαι εγώ – ένας νεαρός βοηθός στο Πανεπιστήμιο– που θα πετύχει εκεί όπου απέτυχαν οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοί μου; Η εμμονή μου με τους Γιαπού προκαλούσε πάντα την ειρωνεία και τη χλεύη των συναδέλφων μου, οι οποίοι θεωρούσαν ότι έχανα τον χρόνο μου. Έλεγαν ότι είχα πολύ καλύτερα πράγματα να κάνω από το να προσπαθώ να κατανοήσω μια γλώσσα για την οποία οι υψηλά ιστάμενοι είχαν αποφανθεί, άπαξ διά παντός, ότι είναι απολύτως κατανοητή – γνώμη που σχημάτισαν βιαστικά χωρίς καν να μπουν στον κόπο να εγκύψουν στο πρόβλημα. Υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν αδύνατον να πάρω από το Πανεπιστήμιο τα απαραίτητα χρήματα για μια εξερευνητική αποστολή στη χώρα των Γιαπού. Αναγκάστηκα να μετέλθω πονηρά μέσα και είπα ψέματα για τον πραγματικό σκοπό του ταξιδιού μου. Τους δήλωσα ότι θα πήγαινα εκεί για να αναζητήσω νέα στοιχεία που θα ενίσχυαν την άποψη ότι η γλώσσα των Γιαπού είναι ακατανόητη, ακριβώς το αντίθετο δηλαδή από αυτό που ήθελα να αποδείξω. Διατυπώθηκαν σοβαρές αμφιβολίες αν θα μπορούσα να εισφέρω νέα επιχειρήματα στο όλο θέμα, παρόλ’ αυτά η χρηματοδότηση εγκρίθηκε. Η αποστολή μου κατέληξε σε φιάσκο για τη δική μου άποψη, ενώ στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία για την άποψη των συναδέλφων μου: έπειτα από έξι μήνες παραμονής στη ζούγκλα τρέχοντας ξωπίσω από τους Γιαπού, δεν βρήκα κανένα στοιχείο που να επιτρέπει την καλύτερη κατανόηση του τρόπου ομιλίας τους, ενώ κουβάλησα πίσω μαζί μου χίλια καινούργια επιχειρήματα που ενίσχυαν την άποψη ότι όσοι τους θεωρούσαν τρελούς είχαν απόλυτο δίκιο.
Ωστόσο, δεν το ‘βαλα κάτω και άρχισα να ετοιμάζω το δεύτερο ταξίδι μου. Προκειμένου να εξασφαλίσω κι άλλη χρηματοδότηση, τους δήλωσα ότι σκόπευα να μελετήσω τα ήθη των Μιπιμπό, μιας φυλής που τα χωριά της βρίσκονταν στην ίδια περιοχή με εκείνα των Γιαπού. Μόλις βρέθηκα εκεί, πήγα αμέσως στους Γιαπού, που με υποδέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες –πρόκειται για έναν πολύ φιλόξενο λαό, μολονότι γενικά αποφεύγουν τις επαφές με τους ξένους– και με άφησαν ξανά να προσπαθήσω να ανακαλύψω το μυστικό της γλώσσας τους. Νέα αποτυχία, κι αυτή τη φορά πιο βαριά, γιατί γύρισα στη Γαλλία χωρίς να έχω στα χέρια μου κανένα σημαντικό εύρημα ούτε για τη φυλή των Μιπιμπό. Τη γλίτωσα φτηνά, δίνοντας μερικές ταραχώδεις εξηγήσεις στη σύγκλητο, η οποία αποφάσισε –πράγμα εντελώς κατανοητό– να μη μου επιτρέψει στο εξής καμιά ερευνητική αποστολή πέρα από τα προάστια του Παρισιού. Αυτό όμως δεν είχε καμιά σημασία: στη διάρκεια των διακοπών μου, ξαναπήγα με δικά μου χρήματα. Και, αφού συναναστράφηκα τους Γιαπού για οχτώ ακόμα εβδομάδες, κατόρθωσα επιτέλους να κατανοήσω αυτό που οι πάντες θεωρούσαν ακατανόητο.
Οι Γιαπού ζουν στα βάθη της ζούγκλας του Αμαζονίου και μεταναστεύουν από το ένα χωριό στο άλλο ανάλογα με την εποχή του χρόνου. Καθώς τους είχα επισκεφθεί ήδη δυο φορές, με γνώριζαν και φάνηκαν πολύ χαρούμενοι που με ξανάβλεπαν, είχαν ετοιμάσει μάλιστα μια μικρή γιορτή για να τιμήσουν την επάνοδό μου. Ύστερα, όταν πέρασαν οι χαρές και τα πανηγύρια που ξαναβρεθήκαμε, εκείνοι επέστρεψαν στις συνηθισμένες τους ασχολίες κι εγώ, έγινα ένα με αυτούς και με τη φύση, για να τους παρατηρήσω στην καθημερινότητά τους. Ως προς το ζήτημα αυτό, πρέπει να πω ότι οι Γιαπού δεν κάνουν σπουδαία πράγματα στην καθημερινή τους ζωή. Η βασική τους δραστηριότητα συνίσταται την εξεύρεση τροφής. Ζουν από το κυνήγι, το ψάρεμα και τη συγκομιδή καρπών, και έχουν αναπτύξει μια πρωτόγονη φυτοκομία. Η βάση της διατροφής του είναι η μανιόκα, με την οποία φτιάχνουν παξιμάδια, καβουρδισμένο αλεύρι και μπίρα. Τρώνε επίσης τάπιρους, ινδιάνικα αγριογούρουνα και όλα τα κερασφόρα ζώα, καθώς και χελώνες, οι οποίες, όπως και στις συγγενικές τους φυλές Γκουαρανί και Τουπί, είναι το μόνο είδος κρέατος που επιτρέπεται να τρώνε οι γυναίκες όταν έχουν τα έμμηνά τους. Μόλις δουλέψουν αρκετά ώστε να εξασφαλίσουν την επιβίωση της κοινότητας ως την επόμενη μέρα, οι Γιαπού σταματούν και ξεκουράζονται. Η έννοια της συσσώρευσης τους είναι άγνωστη. Ποτέ ένας Γιαπού δεν θα σκεφτεί να ξεριζώσει περισσότερες ρίζες απ’ όσες χρειάζεται για να τις φυλάξει για την επομένη. Μια μέρα, τους ακολούθησα στη συγκομιδή καρπών. Συλλέξαμε νύμφες κολεόπτερων και καρπούς γκουαρανά, ώσπου ο αρχηγός της αποστολής, κρίνοντας ότι είχαμε μαζέψει αρκετά, κήρυξε τη συνεδρία λήξασα. Καθώς είχα βρει ένα δέντρο με άφθονους καρπούς και μου φαινόταν κρίμα να μην ξεπουπουλιάσω τελείως το κλαδί που είχα αρχίσει να τρυγάω, πήρα την απόφαση να τους κόψω όλους. Τότε οι Γιαπού, έκπληκτοι, όρμησαν πάνω μου για να με σταματήσουν. Σκέφτηκα πως τα είχαν μαζί μου επειδή έδειξα ανυπακοή στον αρχηγό, μα η έκφραση του προσώπου τους δεν έδειχνε οργή ή κακία, αλλά κάτι σαν φιλική αγωνία, σαν να ήθελαν να προστατεύσουν την υγεία μου: το γεγονός ότι είχα κόψει περισσότερους καρπούς απ’ όσους χρειαζόμουν –πράγμα που ο Μάρξ θα ονόμαζε υπερεργασία– δεν τους φαινόταν απλώς βλακώδες αλλά και επικίνδυνο. Η δουλειά είναι για εκείνους ανεκτή όσο εξαρτάται η επιβίωσή τους απ’ αυτήν, μα γίνεται αφόρητη όταν δεν καλύπτει πια κάποια ζωτική ανάγκη. Μόλις συγκεντρώσουν αρκετούς καρπούς για τις ανάγκες της φυλής, αμέσως η συγκομιδή μεταπίπτει σε ένα άλλο επίπεδο και αποκτά μια άλλη σημασία – αυτό που πριν από πέντε λεπτά το εκτελούσαν μηχανικά, ενίοτε μάλιστα με ζήλο, γίνεται ξαφνικά σωστό μαρτύριο, και τίποτα στον κόσμο δεν θα μπορούσε να τους κάνει να συνεχίσουν.
Ωστόσο αντικείμενο αυτών των σημειώσεων δεν είναι η οικονομία και οι τρόποι επιβίωσης των Γιαπού, εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι η γλώσσα τους. Ιδού λοιπόν πώς έχουν τα πράγματα. Είχα πει προηγουμένως πως οι ανθρωπολόγοι που τη μελέτησαν τη θεώρησαν ακατανόητη – στην πραγματικότητα, η κατάλληλη λέξη δεν είναι «ακατανόητη», αλλά «παράλογη». Και μολονότι ένα σημαντικό μέρος του λεξιλογίου των Γιαπού δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί, γνωρίζουμε τη σημασία των πιο συνηθισμένων λέξεων – αν και δεν έχουμε κατορθώσει μέχρι σήμερα να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο η αλληλουχία των λέξεων αυτών παράγει ένα συγκεκριμένο νόημα. Φαίνεται πως οι Γιαπού χρησιμοποιούν οποιαδήποτε λέξη στη θέση οποιασδήποτε άλλης· το νόημα των λόγων τους μοιάζει λιγότερο ή περισσότερο, ανεξάρτητα από τις σημασιολογικές γλωσσικές μονάδες που χρησιμοποιούν, πράγμα βεβαίως πρωτοφανές. Για τον λόγο αυτό η Μάργκαρετ Μάρκερ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είναι τρελοί, αφού όντως μοιάζουν μ’ εκείνους τους φρενοβλαβείς που, έχοντας χάσει την αίσθηση της γλώσσας, όταν θέλουν να ζητήσουν τροφή, μπορούν το ίδιο καλά να σας πουν: «Πεινάω» αλλά και: «Μπορείτε να μου δανείσετε την ομπρέλα σας;» πεπεισμένοι πως θα τους καταλάβετε. Ο δρ Γκρόος γράφει το εξής: «Μπορεί πάντα να γνωρίζουμε τι λένε οι Γιαπού, σπανίως όμως ξέρουμε τι θέλουν να πουν. Στη γλώσσα τους σημαίνον και σημαινόμενο μοιάζουν να έχουν χάσει τον μεταξύ τους δεσμό και μπορούν να συνδυαστούν σε χιλιάδες νέους συνδυασμούς – αν υπάρχουν αριθμητικά όρια σε αυτούς τους συνδυασμούς, ζήτημα που πρέπει να τεθεί υπό διερεύνηση. Εντούτοις φαίνεται πως μέσα σ’ αυτό το χάος υπάρχουν μερικές σημαδούρες, από τις οποίες μπορούμε να πιαστούμε για να ξεκινήσουμε τη μελέτη μας. Εννοώ ότι ορισμένες λέξεις τους εμφανίζονται χωρίς καμία αμφισημία και έχουν μία και μόνο σημασία (πράγμα που ξεκουράζει το μυαλό). Αντιθέτως, κατά τα λοιπά, οι Γιαπού χρησιμοποιούν τις λέξεις με τρόπο τελείως ασυνάρτητο κατά παράβαση και των στοιχειωδών κανόνων της γλωσσολογίας. Όταν ένας Γιαπού προφέρει μια φράση με περισσότερες από τρεις λέξεις, πολύ σπάνια δεν θα συναντήσετε έναν παραλογισμό που θα της στερεί τελείως το νόημα. Θα στέκεστε λοιπόν εκεί με τα χέρια σας να κρέμονται και με ύφος ηλίθιο, ενώ εκείνος θα σας κοιτάει με λύπηση, καθώς θα σκέφτεται πως οι διανοητικές ικανότητες των λευκών είναι πολύ περιορισμένες.
Η γλώσσα των Γιαπού γίνεται πιο δύσκολη, αν σκεφτεί κανείς ότι δεν χρησιμοποιούν κανένα τόνο ή χροιά στην ομιλία τους. Κι είναι πολύ παράξενο να τους παρατηρείς: όποιο και να ‘ναι το θέμα τους, οι συνθήκες της συζήτησης ή η περιρέουσα ατμόσφαιρα, η φωνή τους είναι πάντοτε ουδέτερη κι επίπεδη, εκφέρουν όλες τις λέξεις μ’ έναν τόνο ήρεμης απάθειας. Έτσι, ο μόνος τρόπος για να καταλάβεις την ψυχολογική διάθεση ενός Γιαπού είναι να παρακολουθήσεις το πρόσωπό του – αν και, αυτό ακόμα, τις περισσότερες φορές παραμένει τελείως ανέκφραστο. Υπάρχει και κάτι ακόμα πιο περίεργο: οι Γιαπού αγνοούν τελείως τις ερωτηματικές και θαυμαστικές προτάσεις. Όταν σας ρωτώ πώς είστε, δίνω τέτοιον τόνο στη φωνή μου, ώστε δεν σας μένει καμιά αμφιβολία αν σας ρωτάω ή όχι. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τους Γιαπού: ακούγοντάς τους, σου είναι αδύνατον να καταλάβεις αν σου κάνουν ερώτηση, αν σου δίνουν διαταγή, αν σου αποκαλύπτουν ένα μυστικό ή σου διηγούνται μια αστεία ιστορία. Όλα είναι ζήτημα προσωπικής ευαισθησίας. Μια φορά, παρατήρησα δυο γυναίκες που, απορημένες από το ξεφλούδισμα των κουκουλιών των εντόμων, συζητούσαν χωρίς να κοιτάζονται. Η μία είπε στην άλλη, την ίδια φράση τρεις φορές, με τις ίδιες ακριβώς λέξεις και στον ίδιο τόνο, (θα είχαμε ακριβώς το ίδιο αποτέλεσμα, αν βάζαμε στο μαγνητόφωνο το ίδιο απόσπασμα να παίξει τρεις φορές). Κάθε φορά η γυναίκα παραλήπτρια του μηνύματος είχε διαφορετική αντίδραση: την πρώτη φορά έβαλε τα γέλια, κι εγώ νόμιζα ότι η συνομιλήτριά της της είχε πει κάποιο αστείο· τη δεύτερη ανασήκωσε τα φρύδια της και πήρε μια έκφραση αμηχανίας· την τελευταία θύμωσε πάρα πολύ, σαν η άλλη να την κατηγορούσε για κάτι. Παρά τις προσπάθειες που κατέβαλα, δεν μπόρεσα να καταλάβω κάτω από ποιες περιστάσεις το μήνυμα αποκτούσε τη μία ή την άλλη σημασία. Στο τέλος, αναρωτήθηκα μήπως οι Γιαπού είχαν κάποιο μαντικό χάρισμα και μπορούσαν να διαβάζουν τη σκέψη των ομοφύλων τους ανακαλύπτοντας έτσι την πραγματική σημασία των μηνυμάτων, την οποία η αδυναμία της γλώσσας τους δεν επέτρεπε να διατυπώσουν με τον κατάλληλο τρόπο. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, παρά τις μεγάλες δυνατότητες για ενσυναίσθηση που διαθέτουν, πολύ συχνά οι Γιαπού κάνουν μεγάλα λάθη στην ερμηνεία των λόγων τους. Στην πραγματικότητα τα περισσότερα από τα μηνύματα που απευθύνουν ο ένας στον άλλον τα αντιλαμβάνονται λάθος, με αποτέλεσμα σχεδόν πάντα να κάνουν τελείως διαφορετικά πράγματα απ’ αυτά που τους ζητάνε και να μην απαντάνε ποτέ με την πρώτη σ’ αυτό που τους ρωτάνε. Και αυτό ακριβώς είναι το μυστικό τους, το κλειδί του μυστηρίου.
Πριν από μερικά χρόνια, ένας βέλγος ερευνητής ονόματι Πιερ Γκουλντ πρότεινε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα υπόθεση εργασίας για να εξηγήσει τις παράλογες ιδιομορφίες της γλώσσας των Γιαπού: κατ’ αυτόν, η φυσική τάση των Γιαπού να χρησιμοποιούν μια λέξη στη θέση μιας άλλης συγγενεύει με μια πολύ συγκεκριμένη μορφή λόγου, την ποίηση. «Δεν μπορώ να βρω άλλη εξήγηση γι’ αυτό τον επιπολής παραλογισμό της γλώσσας των Γιαπού» έγραφε. «Οι Γιαπού είναι γεννημένοι ποιητές, ανακάλυψαν τον υπερρεαλισμό πριν της ώρας του και, κάθε φορά που ανοίγουν το στόμα τους, βγαίνουν μέσ’ απ’ αυτό εξαίσια πτώματα.[1] Ενώ εμείς οι δυτικοί με τα παραμύθια και τα ποιήματά μας, επιχειρούμε να δώσουμε πίσω το μυστήριο στον απομαγευμένο κόσμο μας, αυτοί λούζονται κατά τρόπο φυσικό στα νάματα της λογοτεχνικής φαντασίας –πιθανότατα χωρίς καν να το συνειδητοποιούν, αφού ανέκαθεν ζούσαν έτσι. Απ’ αυτή την άποψη, θεωρώ τους Γιαπού πρότυπα προς μίμηση και πιστεύω ότι πρέπει στα σχολεία μας να διδάσκονται αποσπάσματα των συνομιλιών τους».
Οι συνάδελφοί του θεώρησαν ότι γράφοντας αυτές τις γραμμές ο Γκουλντ αστειευόταν, εκείνος όμως τα έλεγε σοβαρά. Μάλιστα ήταν πολύ κοντά στην αλήθεια, εκτός, κατά τη γνώμη μου, από το βαθύτερο νόημα της γλωσσικής του αβελτηρίας. Στην πραγματικότητα η γλώσσα των Γιαπού δεν είναι γλώσσα ποιητών αλλά καλαμπουρτζήδων. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, οι Γιαπού χαίρονται να κάνουν λάθη, έχουν αποδώσει μάλιστα ιερό χαρακτήρα στις παρανοήσεις τους. Καταμέτρησα στη γλώσσα τους σαράντα οχτώ διαφορετικές λέξεις για να δηλώσουν την έννοια «παρεξήγηση». Υπάρχουν λέξεις για όλη τη γκάμα των σφαλμάτων, από την πεπλανημένη αντίληψη για ένα γεγονός μέχρι τη σύγχυση της ταυτότητας των προσώπων και από την ανατροπή της λογικής ακολουθίας του χρόνου μέχρι την αμφισημία των προθέσεων κάποιου προσώπου – σε σύγκριση με αυτήν τα γαλλικά είναι πολύ φτωχά. Στην αρχή νόμιζα πως η λέξη «παρεξήγηση» ήταν γι’ αυτούς κάτι σαν τικ, σαν αντανακλαστική συνήθεια ή κάτι σαν σημείο στίξης, μα έκανα λάθος: η ανακατωσούρα, στην κοινωνία των Γιαπού, έχει τα χαρακτηριστικά μιας αυθεντικής κοινωνικής λειτουργίας. Στον Πιερ Γκουλντ, που ισχυριζόταν ότι οι Γιαπού είναι εκ φύσεως ποιητές, απαντώ λοιπόν ότι είναι μάλλον κωμικοί ηθοποιοί χωρίς να το ξέρουν: η ζωή τους είναι ένα διαρκές κωμειδύλλιο, όπου το παραμικρό συμβάν της καθημερινότητας μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για μια απείστευτη σειρά παρεξηγήσεων. Θα το πούμε φωναχτά: η παρεξήγηση και η παρανόηση, από κοινού με τον πόλεμο μεταξύ των φυλών και την ανθρωποφαγία, αποτελούν τους τέσσερις πυλώνες της κοινωνίας των Γιαπού. Όσο κι αν διατείνονται οι εθνολόγοι ότι η οικοδόμηση μιας κοινωνίας με βάση την παρεξήγηση είναι αδύνατη – όπως είναι αδύνατη η αναπαραγωγή και η διαιώνιση μιας φυλετικής ομάδας αν απαγορευτούν στο εσωτερικό της οι ετεροφυλοφιλικές σχέσεις (μετά από μια γενιά η ομάδα αυτή, κατά φυσική νομοτέλεια θα σβήσει)- εγώ θα επιμείνω: η κοινωνία των Γιαπού είναι θεμελιωμένη πάνω στην παρανόηση και οι ίδιοι οι Γιαπού, σε κάθε περίσταση, πασχίζουν να προκαλούν τέτοιες παρανοήσεις. Εντεύθεν και οι ιδιαιτερότητες της γλώσσας τους: αφού η παρανόηση είναι η βασική αξία της κοινωνίας τους, η γλώσσα τους έπρεπε να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της και να αποκτήσει τη μεγαλύτερη δυνατή ακαταληψία. Θα σας δώσω ένα μόνο παράδειγμα, αρκετά εντυπωσίακό: τα ονόματα.
Στη χώρα των Γιαπού, όπως και παντού άλλωστε, οι γονείς δίνουν ονόματα στα παιδιά τους. Αντί όμως να προσφεύγουν σε κολακευτικούς ευφημισμούς ή σε υπερθετικές εκφράσεις, όπως κάνει η γειτονική φυλή των Μιπιμπό, αυτοί χρησιμοποιούν τις πιο τετριμμένες λέξεις που διαθέτει το λεξιλόγιό τους, με μια ιδιαίτερη προτίμηση στις αντωνυμίες. Για να γίνω πιο κατανοητός, θα παραθέσω μερικά παραδείγματα στη δική μας γλώσσα, με τις ελάχιστες δυνατές τροποποιήσεις και προσαρμογές –που είναι απαραίτητες–, ώστε η κατανόηση να είναι ευχερέστερη.
Οι Γιαπού λοιπόν, αντί να ονομάζουν τα παιδιά τους Πιέρ, Πολ ή Μαργαρίτα, τα φωνάζουν «Εγώ», «Εσύ», «Αυτός», «Αυτή», «Αυτοί», «Εμείς», «Εσένα», «Εμένα» ή «Εκείνον». Δεν μπορεί κανείς να κατανοήσει αμέσως σε όλες τις διαστάσεις τις παράξενες συνέπειες αυτής της ονοματοδοσίας. Για να σχηματίσετε μια ιδέα, φανταστείτε πώς θα ήταν η ζωή σας, αν το όνομά σας ήταν «Εσύ»: στον δρόμο θα γυρνούσατε το κεφάλι κάθε φορά που κάποιος απευθυνόταν σ’ έναν άλλο στο β’ ενικό, σαν ψυχοπαθής σκύλος που νομίζει ότι κάποιος τον φωνάζει συνέχεια. Αν σε αυτό προσθέσετε το γεγονός ότι, όπως προανέφερα, οι Γιαπού αγνοούν την αλλαγή τόνου και χροιάς στη γλώσσα, και τα ερμηνεύουν όλα με βάση τα συμφραζόμενα, έχετε μια αμυδρή ιδέα για το τι προβλήματα μπορεί να προκαλέσει αυτή η ονοματοδοσία. Ας πάρουμε για παράδειγμα μια απλή φράση: «Εσύ είσαι». Για εμάς, έχει μόνο μία σημασία. Για έναν Γιαπού όμως, η σημασία της είναι διπλή: το «εσύ» μπορεί να δηλώνει είτε το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται η φράση είτε κάποιο άλλο που φέρει το όνομα «Εσύ». Και για να γίνει το μπέρδεμα ακόμα μεγαλύτερο, οι αντωνυμίες που διαθέτει η γλώσσα τους δεν είναι αρκετές ώστε κάθε μέλος της φυλής να έχει τη δικιά του, με αποτέλεσμα να υπάρχουν πάντοτε πέντ’ έξι άτομα, ταυτόχρονα που φέρουν το όνομα «Εσύ». Βέβαια θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι οι Γιαπού είναι αρκετά εξελιγμένοι ώστε να ξεχωρίζουν τα διάφορα «Εσύ» με αντίστοιχα επίθετα («Εσύ ο κοντός», «Εσύ ο δυνατός», «Εσύ ο ηλίθιος»), αλλά τα πράγματα δεν είναι έτσι. Το αντίθετο: χαίρονται που δεν ξέρουν ποτέ για ποιον μιλάνε και δείχνουν να απολαμβάνουν τη σύγχυση που προκαλείται.
Αν τώρα πάρουμε ως παράδειγμα πιο πολύπλοκες φράσεις, τα προβλήματα πολλαπλασιάζονται με ιλιγγιώση ρυθμό. Ας πάρουμε τη φράση: «Έι εσύ τον είδες αυτόν;» Με τον τρόπο που την προφέρω, καταλαβαίνετε αμέσως ότι πρόκειται για ερώτηση. Οι Γιαπού όμως δεν μπορούν να το καταλάβουν, αφού στη γλώσσα τους δεν υπάρχει ούτε το ερωτηματικό ούτε η αντίστοιχη χροιά της φωνής. Ας υποθέσουμε ωστόσο, ότι ένας Γιαπού ερμηνεύει σωστά ότι πρόκειται για ερώτηση. Τότε όμως θα πρέπει να διερευνήσει: 1. Αν το πρόσωπο που φέρει το όνομα Εσύ είδε το πρόσωπο που φέρει το όνομα Αυτόν 2. Αν το άτομο που φέρει το όνομα Εσύ είδε ένα άλλο πρόσωπο, συγκεκριμένο αλλά όχι κατονομασμένο, που πρέπει να υποθέσει κανείς ότι είχε αναφερθεί προηγουμένως στη συζήτηση 3. Αν ο αποδέκτης της ερώτησης είδε το πρόσωπο που φέρει το όνομα Αυτόν 4. Αν ο αποδέκτης της ερώτησης είδε το μη κατονομασμένο πρόσωπο για το οποίο έκανα λόγο προηγουμένως. Ας υποθέσουμε τώρα ότι ο Γιαπού κάνει λάθος και θεωρεί τη φράση καταφατική. Σ’ αυτή την περίπτωση αναφύονται τέσσερις νέες πιθανότητες, πράγμα που ανεβάζει τον αριθμό των τρόπων κατανόησης της φράσης στους οχτώ. Και αν σκεφτούμε ότι τέτοιου είδους φράσεις εμφανίζονται απαρεγκλίτως, και στην παραμικρή συζήτηση, εύκολα συμπεραίνουμε ότι θα ήταν πραγματικό θαύμα αν οι Γιαπού κατανοούσαν πλήρως ο ένας τον άλλον και οι συνομιλίες τους δεν κατέληγαν στον παραλογισμό και στην ασυνεννοησία μετά από τρεις ατάκες. Πολλές φορές έσπαγα πλάκα πετώντας, παρουσία τους, μια φρασούλα ικανή να τους μαγέψει, του στιλ: « Εγώ είμαι εγώ, κι εσύ είσαι εσύ» ή «Ας φύγουμε όλοι μαζί, εσύ, εγώ αυτός και όλοι οι υπόλοιποι». Πρώτα έμεναν με το στόμα ανοιχτό κι ύστερα διασκέδαζαν, επαναλαμβάνοντάς τη σαν παιδιά που μάθαιναν μια καινούργια κακιά λέξη. Είμαι πεπεισμένος ότι, και τούτη την ώρα που γράφονται αυτές οι αράδες, συζητούν ακόμη τι ήθελα να πω, όταν με ελλιπέστατη προφορά ξεστόμιζα αυτές τις σπαρμένες με παγίδες φράσεις. Είναι αυτονόητο ότι είναι απολύτως αδύνατον να αναπτυχθεί μια φιλοσοφική γλώσσα στη χώρα των Γιαπού και ότι εν γένει ο δημόσιος λόγος σε αυτούς είναι καταδικασμένος σε αποτυχία. Για να το πούμε πιο παραστατικά: ένας Γιαπού που βγάζει ένα λογύδριο πενήντα λέξεων, σε μια ομάδα δέκα ατόμων, μπορεί βάσιμα να προσδοκά ότι ο λόγος του θα γίνει αντιληπτός με 50 εις τη δεκάτη διαφορετικούς τρόπους. Αυτό εξηγεί και τον πρωτόγονο χαρακτήρα των πολιτικών δομών της κοινωνίας των Γιαπού, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα στο οποίο δεν θα ήθελα να επεκταθώ εδώ.
Η κατανόηση των Γιαπού απαίτησε πολύ χρόνο και κόπο εκ μέρους μου – αν και δεν μπορώ να πω ότι τους έχω καταλάβει, αφού ούτε οι ίδιοι δεν μπόρεσαν ποτέ να καταλάβουν τον εαυτό τους. Ας πούμε καλύτερα ότι κατάφερα να μάθω τα μυστικά τους και να κατανοήσω κάπως τον τρόπο με τον οποίο τα βγάζουν πέρα στην καθημερινότητά τους με τα αδιέξοδα που τους προκαλεί η γλώσσα τους. Όπως και να ‘χει, η επαφή μαζί τους μου έμαθε πολλά. Όταν επέστρεψα από το τελευταίο ταξίδι μου στη χώρα τους, δυσκολεύτηκα να εγκλιματιστώ στον ορθολογισμό της δικής μας κοινωνικής οργάνωσης. Στη Γαλλία, όταν κλείνεις ένα αεροπορικό εισιτήριο ή παραγγέλνεις ένα βιβλίο είσαι σίγουρος ότι θα επιβιβαστείς στο αεροπλάνο τη συγκεκριμένη ημερομηνία για τον σωστό προορισμό ή ότι θα παραλάβεις το βιβλίο στη διεύθυνσή σου. Φυσικά, αυτή η έρρυθμη κανονικότητα παρουσιάζει αξιοσημείωτα πλεονεκτήματα και δεν μπορώ να αρνηθώ ότι ο δικός μας τρόπος ζωής είναι πιο απλός και πιο βιώσιμος από εκείνον των Γιαπού. Από την άλλη όμως, πρέπει να παραδεχτώ πως η δική μας ζωή είναι λιγότερο διασκεδαστική. Το κοινωνικό τους σύστημα δεν τους αφήνει χρόνο να πλήξουν και να βαρεθούν. Για να είμαι ειλικρινής, η ζωή τους μου φαίνεται πιο γεμάτη και με μεγαλύτερη ποικιλία από τη δική μας. Ας διαφυλάξουμε λοιπόν τους ελάχιστους χώρους ελευθερίας όπου μπορεί κανείς να συναντήσει λίγο από το πνεύμα του παραλόγου που διαπνέει τους Γιαπού. Γι’ αυτό τον λόγο διάκειμαι πολύ ευνοϊκά στην ιδέα για απεριόριστη επέκταση και εξάπλωση των δημοσίων υπηρεσιών και της γραφειοκρατείας, ανεξάνλτητων πηγών σφαλμάτων, πλανών, και παράλογων συμπεριφορών.
Στη χώρα των Γιαπού συνάντησα και τη γυναίκα μου, την Αβαέ (που στη γλώσσα των Γιαπού σημαίνει «Εμείς»). Την ερωτεύτηκα στο τελευταίο μου ταξίδι και κατάφερα να πείσω τους γονείς της να με αφήσουν να την πάρω μαζί μου στην Ευρώπη. Ζούμε μαζί εδώ και δυο χρόνια. Μιλάει Γαλλικά, αλλά όταν είμαστε μόνοι προτιμάμε να επικοινωνούμε στα Γιαπού και τότε το σπιτικό μας γίνεται μια πραγματική φωλίτσα όλο αναμπουμπούλα και ασυνενοησία. Πέρυσι μάλιστα μου χάρισε και τα δίδυμά μας, δυο υπάρξεις τόσο όμοιες, που λες και γεννήθηκαν επιτούτου, για να τα μπερδεύουν. Καθώς απαγορεύεται από τον νόμο να τους δώσουμε το ίδιο όνομα, το ονομάσαμε Θεόφιλο και Θεόφραστο. Όταν μεγαλώσουν θα τους μάθουμε να ανταλλάσουν ονόματα και ρούχα, έτσι ώστε να μην ξέρει κανείς ποτέ για ποιον από τους δυο μιλάνε όταν τους αναφέρουν. Κι αν τους αρέσουν οι παρεξηγήσεις κι οι παρανοήσεις, θα φύγουμε όλοι μαζί και θα πάμε να μείνουμε στη χώρα των Γιαπού, για να ζουν συνέχεια μέσα στην πλάνη και την παρεξήγηση μέχρι το τέλος της ζωής τους. 



[1] Αναφορά στο πιο γνωστό παιχνίδι των σουρεαλιστών, το λεγόμενο cadavres exquis. Βάσει μιας προκαθορισμένης συντακτικής δομής , τρεις ή περισσότεροι παίκτες παράγουν μια πρόταση, χωρίς ο κάθε παίκτης να γνωρίζει τι έχει γράψει ο προηγούμενος, εφόσον του αποκρύπτεται το ήδη γραμμένο τμήμα της πρότασης. Το πρώτο προϊόν αυτής της μεθόδου ήταν η πρόταση: «το εξαίσιο πτώμα θα πιει το καινούργιο κρασί». Πατέρας της έκφρασης «εξαίσιο πτώμα» υπήρξε ο Ζακ Πρεβέρ. (Σ.τ.Μ.)

Μπερνάρ Κιρινί, Σαρκοβόρες Ιστορίες, Μεταίχμιο.