Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

ξεχνάω εύκολα 
η οδός μου πια είν' η λεύκωνος
τις νύχτες κάνω λάντζα στου κιοτή τις τρώγλες των ανθρώπων
τα ταχυφαγεία των σκέψεων 
των αισθήσεων τις ωρολόγιες βόμβες 
των παραπληγικών συναισθημάτων τις ρωγμές
ύστερα στους δρόμους φωνάζοντας
για το ξεπούλημα των ουρανών 
του καταπετάσματος 
και της βροχής ακόμα
του πόνου των μεγάλων στεναγμών των ιαχών του φωτός
πώς ακουμπάει το χέρι μου στο χέρι σου 
πώς μπαίνεις μέσα μου ζεστά

θα μας τα πάρουν όλα κάποτε; ρωτά ένας ξένος
κι ο γιώργης φτιάχνει το κραγιόν του 
σήμερα φόρεσα ένα ζεστό κόκκινο αίμα λέει ο Σαχτούρης από το ραδιόφωνο
στο καφενείο απέναντι μέσα χιονίζει 
στα τρία πλαϊνά τραπέζια του κανείς δεν αγαπιέται 
μόν' μπλέκουνε τα μπούτια τους οι ταιριαστοί κι οι αταίριαστοι χύνουν εξ αποστάσεως 
καβλώνουν με τον πόνο του αλλουνού κι οι βολεμένοι περιφέρουνε τις σάρκες τους ρεφάροντας
κανείς ούτε ένας από μας δεν ξέρει για το μακελειό
μα η μουσική που ακούγεται από μακριά το ξέρει 
κάτι έχει γίνει από παλιά 
δεν το θυμάμαι μα το αισθάνομαι 
και σου μιλάω
μ' αρνίεσαι τρεις φορές κι έξι δεν με καταλαβαίνεις 

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

χωρίς περιτύλιγμα

[...] ξέρεις πως μπορείς να έχεις αυτό που θες. Μόνο που δεν θα είναι σε κουτάκι. Και ότι θα χρειαστεί προσπάθεια. Προσπαθείς να βρεις μια λύση, να μην θέλει προσπάθεια. Και αποφασίζεις κάτι αυτοκαταστροφικό. Δεν σε αφήνει όμως. Κι επιλέγεις να το αφήσεις. Κι αντί αυτού να συμβιβαστείς με κάτι άλλο, κάτι που δεν σε εξιτάρει, κάτι που ξέρεις πως θα βαρεθείς πολύ εύκολα, αλλά εύκολα μπορείς να έχεις, χωρίς καμιά προσπάθεια, σε κουτάκι. Έρχεται έτοιμο, τυλιγμένο, σε πακέτο, με ταμπελίτσα και κορδελίτσα. Περιέχει οδηγίες χρήσης και εγγύηση. Ακολουθεί όλες τις κοινωνικά επιβεβλημένες προδιαγραφές. Και βολεύεσαι μαζί του. Νιώθεις ασφάλεια. Τι θες και περιτριγυρίζεις ακόμα το άλλο, λοιπόν; Μαζί του νιώθεις όπως θέλεις να νιώθεις. Πειραματίζεσαι σε πράγματα που δεν ήξερες πως ήθελες να πειραματιστείς. Ξεπερνάς τα όριά σου, τα καταργείς και τα ξαναορίζεις. Έρχεσαι πιο κοντά στην ελευθερία. Ξέρεις όμως πως δεν μπορείς να το χωρέσεις σε κουτάκι. Κι αυτό σε φοβίζει, σε κάνει να νιώθεις άβολα, σε βγάζει από την ασφάλεια και τη βολή σου. Δεν ξέρεις τι να περιμένεις. Πρόσεχε εκεί που το γυροφέρνεις, μην πέσεις σε καμιά λακούβα και γδαρθείς. Δεν θα ταιριάζει με την όμορφα περιποιημένη εικόνα σου, έτσι όπως την έχεις στήσει. Δεν έχεις συνηθίσει και στα τραύματα. Δεν μπορείς να διαχειριστείς τα πεσίματα και το τσαλάκωμα. Και κινδυνεύεις να χάσεις και εκείνο που έχεις εύκολα. Άστο λοιπόν. Μείνε εκεί που είσαι, να πλατσουρίζεις στα ρηχά, όπως έχεις συνηθίσει. Στην ασφάλεια. Δεν πειράζει αν βαριέσαι. Τα ανοιχτά είναι επικίνδυνα κι απρόβλεπτα. Κακώς τα ατενίζεις, αν δεν πιστεύεις σε αυτά. Αν δεν πιστεύεις στην ελευθερία. Και το σημαντικότερο, αν δεν πιστεύεις σε σένα. 

Θέλεις να πατάς σταθερά
 
Σ' αρέσουν οι ρηχές θάλασσες
 
Σ' αρέσει να γυρνάς τον κόσμο
 
Αλλά πάντα στα ρηχά
 
Εμένα μ' αρέσουν οι βαθιές θάλασσες
 
Κι ας μη γυρνώ τον κόσμο
 
Κι ας με νομίζεις κολλημένο
 
στο ίδιο αυτό σημείο.
 
Δεν υπάρχει σύμπαν
 
Υπάρχουν μόνο στιγμές
 
Συμπαντικές στιγμές
 
Αν φτάσεις στην ακινησία
 
Μπορείς παντού να ταξιδέψεις
 
Γι' αυτό το ξέχασες που σου 'λεγα
 
μωρό μου 'κείνο το πρωϊνό
 
δίπλα στη σκάλα. Πως η ζωή
 
κι ο θάνατος δεν είναι θέμα περιβάλλοντος
 
Είναι θέμα αντοχής στην ίδια γραμμή πλεύσης.

[...] 

Νικόλας Άσιμος, Χωρίς περιτύλιγμα